- οἰακοστροφῶ
- οἰᾱκοστροφῶ , οἰακοστροφέωsteerpres subj act 1st sg (attic epic doric)οἰᾱκοστροφῶ , οἰακοστροφέωsteerpres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οιακοστροφώ — (Α οἰακοστροφῶ, έω) [οιακοστρόφος] 1. χειρίζομαι τον οίακα, χειρίζομαι το πηδάλιο, πηδαλιουχώ, οιακίζω 2. μτφ. διευθύνω, κυβερνώ, διοικώ, καθοδηγώ … Dictionary of Greek